Όταν αναφερόμαστε στον όρο λαογραφία, γνωρίζουμε ότι απαρτίζεται από δύο συνεκτικές λέξεις, ο λαός – γράφει. Λαογραφία λέγεται εκείνη η επιστήμη που ταξινομεί και καταγράφει αυτά που ένας λαός κατά παράδοση λέει, ενεργεί και κάνει σε συλλογικό επίπεδο. Τα θέματα της λαογραφίας ποικίλουν και είναι η εκδήλωση τής κοινωνικής ζωής ενός λαού σε τοπικό και όχι μόνο επίπεδο. Επιμέρους κατηγορίες της λαογραφίας μπορούν να θεωρηθούν και ταυτόχρονα να ερευνηθούν με επιστημονικό τρόπο, διαφορές εκφάνσεις της καθημερινότητας και της συνήθειας ενός λαού, όπως: λαϊκές τέχνες, τροφές, θρησκευτική ζωή, λατρεία, ενδύματα, καλλωπισμός, δημώδης μετεωρολογία, μύθοι, παραδόσεις, παροιμίες, αινίγματα, λαϊκό θέατρο καθώς και καθημερινά έθιμα, παιχνίδια, σχολική ζωή κ.α.

Οι συνθήκες που οδήγησαν στην εμφάνιση της λαογραφίας.

Η Ευρώπη το 19ο αιώνα περνάει από τη φεουδαρχία και τις μεγάλες αυτοκρατορίες, στον κατακερματισμό της σε μικρότερα εθνικά κράτη. Η επιλογή αυτή οφείλεται στην επικράτηση του ρομαντικού πνεύματος – εθνικισμού, το οποίο αντιπαρατέθηκε στο Διαφωτισμό, γιατί πρόταξε το ιδιαίτερο, απέναντι στο γενικό και το συναίσθημα, απέναντι στην λογική, καθώς και το εθνικό απέναντι στο πανανθρώπινο. Αποτέλεσμα ήταν, το κάθε έθνος ξεχωριστά να ξεκινήσει να αναζητά τις ρίζες του, ερευνώντας την όποια ιδιομορφία του, σε σχέση με τα άλλα έθνη που το έκανε ξεχωριστό στη βάση της διάκρισης:

α) Εμείς: η δίκη μας εθνική-θρησκευτική ομάδα.

β) Οι άλλοι: η γειτονική εθνική-θρησκευτική ομάδα.

Στο Α δίπολο η οπτική είναι μονοδιάστατη και αναδεικνύει την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ως απορία του διαφωτισμού. Χαρακτηρίζεται από την αποικιοκρατία και την αλαζονεία στην διοίκηση.

Το Β δίπολο, αφορά αποκλειστικά την ευρωπαϊκή ήπειρο και λειτουργεί ως εργαλείο για τα νέα εθνικά κράτη, τον καπιταλισμό, καθώς και τις (Αυδίκος, 2009: 46) πολιτισμικές και κοινωνικές συμπεριφορές.

Η λαογραφία στη Αγγλία δημιουργείται ως επιστημονικό τμήμα των εθνο – ανθρωπολογικών προβληματισμών του 19ου αιώνα, επισημαίνοντας τις διαφορές ανάμεσα στην Ευρώπη και τις αποικίες. Είναι μια έκφραση του ρομαντικού κινήματος που αντιστέκεται στην ομογενοποιητική  δύναμη του διαφωτισμού, χρησιμοποιεί όμως το εργαλείο του εξελικτισμού και λειτουργεί με σαφή αρχαιολογικό προσανατολισμό, επιχειρώντας να διασώσει όσα γνωρίζουν οι  μετανάστες χωρικοί, που με τη έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης έχουν μετακομίσει στα εργοστάσια και τις μεγάλες πόλεις. (Αυδίκος, 2009: 49). Παράλληλα προσπαθεί να προλάβει την επέκταση του νεωτεριστικού πνεύματος στην ύπαιθρο και αναδεικνύει τον πολιτισμό ως ιστορική μνήμη ενός κόσμου που μπήκε σε διαδικασία αποσύνθεσης.

Στην Αγγλία ο αρχαιολόγος william Thoms το 1846 σε μια επιστολή του σε περιοδικό της εποχής του γράφει «…στη συγκέντρωση της λίγης γνώσης που έχει απομείνει διασκορπισμένη στους αγρούς σαν τα στάχυα…», προτείνοντας μια νέα επιστήμη που ο ίδιος την ονομάζει folklore, εισάγοντας την αγγλοσαξονική θεωρία η οποία πρεσβεύει: αυτό που γνωρίζει, πιστεύει, λέει ο λαός και κάνει πράξη, μέσα από  τις εκδηλώσεις του λαϊκού του βίου, βασιζόμενος στην παράδοση. Ενώ ο Andrew Lang ορίζει την αγγλική λαογραφία ως επιστήμη των επιβιώσεων, μέσα από τα στρώματα του λαού που δεν συμμετέχουν στην εκπαίδευση, κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό. (Αυδίκος, 2009: 49). Σε γενικές γραμμές η λαογραφία στην Αγγλία δεν ξέφυγε από τον συγκεκριμένο προσανατολισμό, που παραμένει αρχαιολογικός. (Αυδίκος, 2009: 48). Αντίθετα με ότι συνέβη στην Γερμανική  Λαογραφική Σχολή μια και εκεί υπήρξαν διαφορετικές συνθήκες, αν και εδώ πρωτίστως υπάρχει η ενασχόληση με τον αγροτικό βίο.

Η γερμανική λαογραφία δίνει βάρος στην οριοθέτηση της γερμανικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας, και ο όρος που επικράτησε στην Γερμανία είναι volkskunde, (λαογνωσία), που

βάζει στο κέντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντός της, αυτό που γνωρίζουμε εμείς για το λαό και όχι αυτό που γνωρίζει ο λαός. Ο ορισμός αυτός απλώνει το αντικείμενο της λαογραφίας, περιλαμβάνοντας σε αυτό και στοιχεία του λαϊκού βίου, σε μια προσπάθεια αναζήτησης και εντοπισμού των όποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, μέσα από τις εκδηλώσεις του πολιτισμικού του βίου. Το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό της υπαίθρου παίρνει επιστημονική μορφή από τον καθηγητή W.H.Riehl, που διδάσκει ιστορία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και είναι ο πατέρας του γερμανικού volkskunde, το οποίο σε αντίθεση με το folklore, επικεντρώνει την επιστημονική μελέτη στη σύγχρονη διάσταση της. Τα επιβιώματα στην Γερμανία αντιμετωπίζονται στον παρόντα χρόνο και τόπο ως ζωντανές μαρτυρίες πολιτιστικών πρακτικών, που χρειάζονται οι επιστήμονες στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να αποκωδικοποιήσουν την συλλογική προσωπικότητα του γερμανικού λαού. (Αυδίκος, 2009: 50).

Το ιστορικό πλαίσιο που εμφανίστηκε το volkskunde είναι:

Η δημοσίευση του μανιφέστου του κομμουνιστικού κόμματος, καθώς και το έργο του K. Marx. Το κεφάλαιο.

Η παρισινή κομμούνα του 1848.

Η ήττα των Γερμανών στην Ιένα από τον Ναπολέοντα. (Αυδίκος, 2009: 51).

Ο Riehl ως κοινωνικός επιστήμονας, βρίσκονταν στον στενό κύκλο του βαυαρού βασιλιά Μαξιμιλιανού Β’, έχοντας τα ανωτέρω εν γνώση του, ήταν της άποψης ότι η γερμανική λαογραφία πρέπει να αναλάβει το καθήκον της ενίσχυσης της διαφοράς, τόσο σε σχέση με λαούς άλλους μη γερμανικούς, όσο και με αναφορά στον εσωτερικό «άλλο», δηλαδή την τάξη των εργατών, που την πίστευε ως επικίνδυνη και φορέα μιας ισοπεδωτικής ιδεολογίας, που έθετε σε κίνδυνο το καθεστώς.

Η λαογραφία λοιπόν θεωρήθηκε απαραίτητη εκείνη περίοδο, για να χρησιμεύσει στην δημιουργία μιας εθνικής συνείδησης, η οποία θα αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης από την εργατική τάξη. Δημιούργησε λοιπόν ο Riehl την γερμανική λαογραφία ως μια ταξική εφαρμοσμένη επιστήμη και την έθεσε στην υπηρεσία του κράτους. (Αυδίκος, 2009: 52).

Οι ιστορικές συνθήκες της λαογραφίας στην Ελλάδα

Όταν ένας ο λαός ζει με ομαδικούς τρόπους ζωής, τηρώντας παραδόσεις ήθη και έθιμα, μπορούμε να ανακαλύψουμε τα λαογραφικά θέματα του σε διάφορες πηγές. Ακόμα κι όταν δεν υπήρχε καν ως ιδέα η λαογραφική επιστήμη στην Ελλάδα, όπως ήταν η εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας (Κυριακίδου – Νέστορος, 1997: 17). Στην προεπαναστατική Ελλάδα προϋπήρχε μια υποτυπώδης καταγραφή λαογραφικού υλικού που πιστεύω ότι δεν είχε γίνει καθόλου τυχαία. Ήταν αρκετά εκείνα τα φωτεινά μυαλά που συνέλεξαν και κατέγραψαν τους λαϊκούς θρύλους που είχαν σχέση είτε με την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, είτε με παροιμίες, τραγούδια (Λουκάτος, 1992: 46-49), η με ταξιδιωτικές εντυπώσεις που περιλαμβάνουν περιγραφές της λαϊκής ζωής. Όλα αυτά μας έδωσαν μια πρώτη μαγιά της λαογραφίας.

Στην χώρα μας άργησαν να εμφανιστούν δημοσιευμένα έργα με λαογραφικά θέματα, οι λόγιοι όμως των νησιών του Ιονίου, υπήρξαν πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα και έδειξαν νωρίς το ενδιαφέρον τους για την λαϊκή παράδοση. Ο Ανδρέας  Μουστοξύδης, θεωρείται ως ο πρώτος που διακήρυξε την ανάγκη για λαογραφικές μελέτες στην Ελλάδα κάτι που πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα.

Το ελληνικό έθνος ως έννοια αναπτύσσεται στα τέλη 18ου αιώνα, αρχές του 19ου, τη στιγμή δηλαδή της ακμής του ελληνικού διαφωτισμού και όταν ήδη στην Ευρώπη είχε αρχίσει το ρομαντικό κίνημα.

Ο Michael Herzfeld εξηγεί με βάση την τότε ιστορική συγκυρία, το πόσο αναγκαία ήταν η στροφή προς τις ρίζες του ελληνικού έθνους και για ποιους λόγους το πρόβλημα εμείς και οι αρχαίοι παρέμενε πάντοτε βασανιστικό. Η Ελλάδα είχε ανάγκη την υποστήριξη των Ευρωπαίων, τόσο για την απελευθέρωσή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και για την καθιέρωση και σταθεροποίηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης.

Οι Ευρωπαίοι είχαν μια εξωραϊσμένη και εξευγενισμένη εικόνα της Ελλάδας, που ήταν βασισμένη

στα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας. Την ίδια όμως στιγμή, οι αγράμματοι αγρότες που αποτελούσαν τον ελληνικό λαό, ήταν το άκρως αντίθετο. Έπρεπε οπωσδήποτε οι Έλληνες λόγιοι να αποκαταστήσουν την εικόνα των νεοελλήνων στα μάτια των Ευρωπαίων. «…Τι θα έκαναν, γενικότερα, οι Έλληνες με όλα τα πολιτισμικά γνωρίσματα τα οποία, αν και οικείο μέρος της ζωής τους, θεωρούνταν τόσο από τους ηγέτες τους όσο και από τους ξένους «βάρβαρα» και «ανατολίτικα», και επομένως ολότελα αντίθετα με τα ελληνικά; (…) Η μελέτη της λαϊκής παράδοσης έδινε την πιο περιεκτική απάντηση…» (Herzfeld, 2002: 24-25). Η λαογραφία ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανάπτυξης εθνικής συνείδησης, καθώς και της απόδειξης ότι οι νεοέλληνες, πάρα τις μικρο αλλοιώσεις που παρατηρούνταν από την μακραίωνη Οθωμανική κατάκτηση, ότι εξακολουθούν να είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων. Την προς τα έξωθεν καλή μαρτυρία ανέλαβαν οι διανοούμενοι του τόπου με την μελέτη της λαϊκής παράδοσης, δειλά στο ξεκίνημα, αλλά με αυξημένη αυτοπεποίθηση αργότερα.

Οι Έλληνες λαογράφοι οργάνωσαν την προσπάθεια τους, που ήταν εκείνη της πολιτιστικής συνέχειας και μπορούμε να πούμε ότι είχε διπλό σκοπό. Από την μια να πετύχουν το ξύπνημα όσο το δυνατόν περισσότερο της εθνικής συνείδησης του λαού και από την άλλη, να γίνει κατορθωτό να κερδίσουν την θετική στάση των Ευρωπαίων (Herzfeld, 2002: 25), μια και πλέον στο νέο αναδυόμενο εθνικό κράτος, θα τεκμηριώνονταν η ιστορική του συνέχεια πάνω σε ένα ασφαλές υπόβαθρο. (Herzfeld, 2002: 26).Επιφανειακά οι Έλληνες δεν είχαν διαφορές από τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη στην γέννηση τους, τα οποία αναζητούσαν στην λαϊκή παράδοση αποδείξεις του συλλογικού τους χαρακτήρα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τους Φινλανδούς οι οποίοι αντέτασσαν τον «ευρωπαϊκό τους πολιτισμό» στην «ανατολική βαρβαρότητα» των Ρώσων, όπως ακριβώς οι Έλληνες με τους Τούρκους. Έλληνες και Φινλανδοί, χρησιμοποίησαν την λαϊκή τους παράδοση για να σφραγίσουν εθνική και πολιτιστική ένταξη στην Ευρώπη, με μια διαφορά, από την στιγμή που δεν μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (Φινλανδοί), δεν ήταν δυνατόν να ισχυριστούν πως είχαν «δημιουργήσει» τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, σε αντίθεση με τούς Έλληνες και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. (Herzfeld, 2002: 33).Η ελληνική λαογραφία μπορούμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές  ακολούθησε τα στερεότυπα της γερμανικής, όμως η ιστορική συγκυρία, της προσέδωσε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. (Κυριακίδου – Νέστορος, 1997: 24).

Η Ελληνική λαογραφία, ως επιστήμη

Γιατί όμως λαογραφία και όχι κάτι άλλο; Φαινομενικά, η επιστήμη αυτή  αναφέρεται στην μελέτη του έθνους, ένας όρος όμως όπως η εθνογραφία δεν υπήρξε δημοφιλής στην Ελλάδα. Η λέξη όμως λαός, διαφέρει από το «έθνος» ως κληρονόμος του κλασικού παρελθόντος. Για να δικαιολογηθεί η ίδρυση του νέου κράτους με τους όρους του ιδεολογικού φιλελληνισμού, ήταν απαραίτητο να δειχθεί πως έθνος και λαός ήταν ένα. Στον όρο λαός όμως δεν περιλαμβανόταν η μορφωμένη ελίτ, άρα θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεχωρίσουν, και παράλληλα να αποδειχθεί ότι ο κοινός λαός άνηκε όντος στο ελληνικό έθνος, αυτό έγινε κατορθωτό με την αυτόνομη επιστήμη της λαογραφίας (Herzfeld, 2002: 37) η οποία ήταν στρατευμένη πολιτικά σε αυτό τον σκοπό από την γέννηση της.

Η ελληνική λαογραφία, καθιερώνεται ως επιστήμη το 1909 από το Νικόλαο Πολίτη ο οποίος την χαρακτηρίζει ως εθνική επιστήμη, η οποία σκοπό έχει την ανακάλυψη του εθνικού χαρακτήρα αλλά και την επισήμανση των όποιων ξένων επιρροών. (Αυδίκος, 2009: 69). Παράλληλα υποδεικνύει ως έργο της την διήθηση των πολιτισμικών δεδομένων, έτσι ώστε να υπάρξει διαχωρισμός των ξένων επιρροών από τα γηγενή. Είναι προφανές ότι η αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας, επιβάλλει να εστιαστεί σε εκείνα τα πολιτισμικά φαινόμενα, που είναι δυνατόν να αναχθούν στην πρώτη φάση του ελληνικού πολιτισμού.

Όλα τα ανωτέρω εντάσσουν την ελληνική λαογραφία ως εθνική επιστήμη, η οποία μαζί με την ιστορία και την αρχαιολογία, συγκροτεί το ιδεολογικό οπλοστάσιο που αιτιολογεί την ύπαρξη επιβίωση και επέκταση του έθνους.

Η λαογραφία ταυτίζεται απόλυτα με τους εθνικούς στόχους και υπηρετεί την Μεγάλη Ιδέα. Θεωρώ ότι θα ήταν ιστορικά άτοπο αν υπηρετούσε κάτι το διαφορετικό, μια και είναι γέννημα του ρομαντισμού και του εθνικού κράτους, που στα πρώτα του βήματα νιώθει ήδη τους πρώτους τριγμούς από τις απόψεις του αυστριακού καθηγητή Kojak Phillipp Falmmerayer, που στην θεωρία του σχετικά με την φυλετική καταγωγή των νεοελλήνων, στα βιβλία του «Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους» και «περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» που γράφτηκαν την δεκαετία του 1830, σημειώνει ότι «ουδέ σταγών αίματος ελληνικού ρέει εις τας φλέβας των σημερινών Ελλήνων» (Αυδίκος, 2009: 61) και στα οποία διατυπώνει την άποψη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες, άλλα Σλάβους και Αλβανούς, που εισέβαλαν στην Ελλάδα και εξαπλώθηκαν στον τόπο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεωτέρους χρόνους. (el.wikipedia.org).

Το βιβλίο του Falmmerayer στοίχειωσε την ελληνική επιστήμη και διαπότισε τη ζωή του νεοελληνικού κράτους, ενώ λειτούργησε ως πνευματική μέγγενη μην αφήνοντας χώρο ανάπτυξης άλλων προβληματισμών. Ακόμη και στα τέλη του 20ου αιώνα ο Σβορώνος αισθάνεται  την ανάγκη να αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός και να αντιπαρατεθεί στα λεγόμενα του Falmmerayer σημειώνοντας την δύναμη των ντόπιων να απορροφήσουν τα «ημιβάρβαρα και πολιτικά ανοργάνωτα ξένα στοιχεία που κατά καιρούς εισρέουν στις ελληνικές χώρες». (Αυδίκος, 2009: 61).  Ο Herzfeld σε σχόλιο του για το πλαίσιο που γέννησε την λαογραφία στην Ελλάδα λέει ότι: «η ανάπτυξη της λαογραφίας στην Ελλάδα μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας προσανατολισμένης στο εξωτερικό, διαρκώς ευαίσθητης στα σχόλια και την κριτική των ξένων». Σαφώς και δεν γίνονταν διαφορετικά μια και οι οροί αναγνώρισης του εθνικού κράτους έμπαιναν από τις μεγάλες δυνάμεις. Ο Πολίτης γράφει σε ένα κείμενο του: «Εδραίον θεμέλιον της εθνικής συνειδήσεως αποτελεί προ παντός η κοινότης των ηθών και εθίμων, των δοξασιών και των παραδόσεων (…) Η κοινότης των ηθών και των δοξασιών εκδηλούται περιτράνος παρά τω ελληνικώ λαό, διατηρουμένη εν αδιασπάστω συνέχεια από παλαιοτάτων χρόνων (…) Του Ελληνικού λαού οι κοινοί πόθοι και ελπίδες συγκεφαλαιούνται εις την λεγομένην μεγάλην ιδέαν, αποβλέπουσα εις την ολοσχερή απελευθέρωσιν και την πολιτική αποκατάστασιν του Ελληνικού έθνους». (Αυδίκος, 2009: 70). Βλέπουμε ότι η επιστήμη της ελληνικής λαογραφίας διαμορφώνεται ξεκάθαρα μέσα στο πνεύμα του ρομαντισμού και αναγορεύεται σε εθνική επιστήμη, ενώ οι απόψεις του ιδρυτού της είναι παρόμοιες με αυτές των Γερμανών συνάδελφών του. Ο Μερακλής όμως πρεσβεύει ότι έχει υπέρ του δεόντως εκτιμηθεί αυτή η διάσταση. Έτσι είναι η λαογραφία γίνεται η μόνη επιστήμη που επικρίθηκε για αυτό της τον ρόλο. Ο Σηφάκης όμως βάζει τα πράγματα στην θέση τους.

Σκοπός του ερευνητή δεν είναι να στοχοποιήσει κλάδους της επιστήμης. Στόχος του είναι η κατανόηση πολιτισμού και κοινωνίας μέσα στο ιστορικό τους περιβάλλον. Το αντίθετο υποκρύπτει επιστημονικούς και επαγγελματικούς διαγκωνισμούς. (Αυδίκος, 2009: 72).   Ο Πολίτης πάλι είναι ένας διανοούμενος που παράγει γνώση, την οποία βάζει στην υπηρεσία του εθνικού κράτους και της ανθρωπότητας. Αυτή η διάσταση εξακολουθεί να υπάρχει στην λαογραφία μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Κυριακίδης διαφοροποιεί το περιεχόμενο του όρου «εθνικός» μεταγενέστερα από τον Πολίτη και εφόσον έχουν σταθεροποιηθεί τα σύνορα και η μεγάλη ιδέα είναι πλέον παρελθόν. Προβάλει ένα νέο νόημα στο χαρακτηρισμό της λαογραφίας ως εθνικής επιστήμης, την οποία άνετα μπορούμε να αντικαταστήσουμε με τον όρο ελλαδοκεντρική. Η «εθνική επιστήμη» του Κυριακίδη παραπέμπει στο ερευνητικό έργο της λαογραφίας, δηλαδή στο να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να μπορέσει να πετύχει την διαπαιδαγώγησή του.

Η Ελληνική λαογραφία στον 21ο αιώνα Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο Μέγας, ο πρώτος καθηγητής λαογραφίας στο αθηναίικο πανεπιστήμιο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος βάζει ως πρώτο καθήκον της λαογραφίας «την γνώσιν της λαϊκής ψυχής», που εξειδικεύεται ως «αυτεπίγνωση της εθνότητάς», η άποψη του αυτή είναι ευθεία σύνδεση με τον Riehl ιδρυτή του volkskunde. (Αυδίκος, 2009: 72).     Η λαογραφία στην χώρα μας με το κλείσιμο του 20ου αιώνα συμπλήρωσε περίπου μια εκατονταετία ζωής. Μέσα σε αυτόν τον αιώνα ξεκίνησε ως μια στρατευμένη λαογραφία, που αυτό που την απασχολούσε και την ενδιέφερε, ήταν η χωρική συνέχεια, και η ενότητα στον χώρο.(Νιτσιάκος, 2008: 195). Ο χώρος όπως και ο χρόνος, ήταν εθνικός χώρος ενιαίος και ομοιογενής, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε άλλη μικρή ή μεγάλη τοπική ενότητα υποτασσόταν στη μεγάλη, την εθνική. Οι επιμέρους ενότητες αποκτούσαν νόημα μόνο ως υποσύνολα του ενιαίου εθνικού χώρου. Η διάσταση της τοπικότητας δεν προέκυπτε πάρα μόνο ως επιβεβαίωση της ταύτισης της με την χωρική ολότητα του έθνους. Έτσι το τοπικό χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός ενσωμάτωσης και συχνά επίσης, ως μηχανισμός που ακύρωνε την ετερότητα. Η χρησιμοποίηση όμως της επίσημης λαογραφίας με αυτό το σκεπτικό απέναντι στην τοπικότητα, ξενίζει όσους γνωρίζουν την παράδοση της προ επιστημονικής λαογραφίας, όταν η εντοπιότητα κατείχε σημαντική θέση. Οι παραδοσιακές κοινωνίες βρίσκονται κατά βάση σε σύνολα μικρής κλίμακας και ο παραδοσιακός τους πολιτισμός πρέπει να μελετάται σε αυτό το πλαίσιο, σε σχέση βεβαία με το σύνολο, μια και πότε οι νησίδες αυτές του πολιτισμού δεν υπήρξαν απομονωμένες.(Νιτσιάκος, 2008: 197). Η λαογραφία λόγο του ότι ξεκίνησε με εθνικό προσανατολισμό δόθηκε από κάποιους ο όρος «ιδιοτελή επιστήμη». Μεταπολεμικά όμως οι λαογράφοι αναθεωρούν τον προσανατολισμό τους και προβαίνουν σε αναθεώρηση, έτσι εγκαταλείπεται σταδιακά ο εθνικός προσανατολισμός, όσο και ο φιλολογικός, και επιζητούν πλέον για την λαογραφία έναν κοινωνικό-ιστορικό προσανατολισμό. Σήμερα η ελληνική λαογραφία προσανατολίζεται προς τις ευρύτερες ανθρωπιστικές σπουδές, ξεφεύγει από τη όρια της αυστηρά εθνικής επιστήμης και ανοίγει τον διάλογο με την σύγχρονη κοινωνική επιστήμη και την ανθρωπολογία. Αναθεωρεί και αναδιαμορφώνει τη σχέση της με την ιστορία και παράλληλα σέβεται και τιμά το παρελθόν της. (Νιτσιάκος, 2008: 198 -199).

Βιβλιογραφικές πηγές

  • Michael Herzfeld. «ΠΑΛΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ, Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας». Εκδόσεις, Αλεξάνδρεια. Αθήνα: 2002.
  • Βασίλης Νιτσιάκος, «ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Μια κριτική εισαγωγή στη λαογραφία».Εκδόσεις, Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη. Αθήνα: 2008.
  • Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος. «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες». Εκδόσεις, Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη. Αθήνα: 2009.
  • Κυριακίδου – Νέστορος Α. «Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Δ έκδοση. Αθήνα: 1997.
  • Λουκάτος Σ. Δημήτρης. «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ». Εκδόσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα: 1992.